φαλαρα

φαλαρα
    φάλαρα
    φάλᾰρα
    (φᾰ) τά
    1) металлические нащечники шлема
    

(φ. εὐποίητα Hom.)

    2) металлические бляхи на сбруе, конский металлический набор Her., Soph., Eur., Xen.
    3) металлические украшения, побрякушки
    

(τὰ τοῦ πλούτου φ. Plut.). - см. тж. φάλαρον


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φαλαρα" в других словарях:

  • φάλαρα — neut nom/voc/acc pl φάλαρον boss neut nom/voc/acc pl φάλᾱρα , φάλαρος having a patch of white neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλαρα — Πόλη της αρχαίας θεσσαλικής Φθιώτιδας. Αν και πολλοί την τοποθετούν στη θέση της σημερινής Στυλίδας, οι περισσότεροι διαφωνούν, χωρίς ωστόσο να καθορίζουν την, κατά την αντίληψή τους, τοποθεσία της. * * * τα, ΝΜΑ, και σπάν. ενικ. τ. φάλαρον, τὸ,… …   Dictionary of Greek

  • φαλαρά — φαλαρός having a patch of white neut nom/voc/acc pl φαλαρά̱ , φαλαρός having a patch of white fem nom/voc/acc dual φαλαρά̱ , φαλαρός having a patch of white fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλάρᾳ — φαλά̱ρᾱͅ , φάλαρος having a patch of white fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλαρ' — φάλαρα , φάλαρα neut nom/voc/acc pl φάλαρα , φάλαρον boss neut nom/voc/acc pl φάλᾱρα , φάλαρος having a patch of white neut nom/voc/acc pl φάλᾱρε , φάλαρος having a patch of white masc voc sg φάλᾱραι , φάλαρος having a patch of white fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαράν — φαλαρά̱ν , φαλαρός having a patch of white fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλάροις — φάλαρα neut dat pl φάλαρον boss neut dat pl φαλά̱ροις , φάλαρος having a patch of white masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλάροισιν — φάλαρα neut dat pl (epic ionic aeolic) φάλαρον boss neut dat pl (epic ionic aeolic) φαλά̱ροισιν , φάλαρος having a patch of white masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλάρων — φάλαρα neut gen pl φάλαρον boss neut gen pl φαλά̱ρων , φάλαρος having a patch of white fem gen pl φαλά̱ρων , φάλαρος having a patch of white masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφάλαρος — εὐφάλαρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ωραία φάλαρα*, δηλ. κοσμήματα μετάλλινα τής περικεφαλαίας ή τής προμετωπίδας τών αλόγων 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐφάλαρα λαμπρά». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φάλαρα] …   Dictionary of Greek

  • κωδωνοφαλαρόπωλος — κωδωνοφαλαρόπωλος, ον (Α) αυτός που έχει κουδούνια στα φάλαρα τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + φάλαρα «τα κοσμήματα που προσδένονται στο μέτωπο ή στα καλύμματα τών γνάθων τών αλόγων μαζί με τα χαλινάρια» + πῶλος «μικρό άλογο, πουλάρι» (πρβλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»